- καταναγκαστική
- καταναγκαστικόςconclusivefem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Концентрационный лагерь Хайдари — (греч. στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου) в западном пригороде Афин, функционировал с сентября 1943 года до конца сентября 1944 года, когда вермахт начал эвакуацию с территории Греции. Известен как греческая Бастилия[1]. До этого здесь… … Википедия
άγγαρος — ἄγγαρος, ο (Α) 1. βασιλικός έφιππος ταχυδρόμος στην Περσία. Οι άγγαροι βρίσκονταν σε ορισμένους σταθμούς σε όλη τη χώρα και είχαν το δικαίωμα να επιβάλλουν καταναγκαστική εργασία για να μεταφερθούν οι βασιλικές παραγγελίες 2. (ως επίθ. στη φρ.)… … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
αποικιοκρατία — Ο όρος αποικία, με το σύγχρονο περιεχόμενό του, σημαίνει μια εδαφική μονάδα έξω από τα γεωγραφικά όρια ενός κράτους, προς το οποίο συνδέεται με δεσμούς εξάρτησης τόσο στο διοικητικό όσο και στο οικονομικό πεδίο. Η ιστορία της δημιουργίας αποικιών … Dictionary of Greek
δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… … Dictionary of Greek
εργατιά — και εργατεία, η (AM ἐργατεία) [εργάτης] εργασία, μόχθος νεοελλ. οι εργάτες, το σύνολο τών εργατών μσν. καταναγκαστική εργασία, αγγαρεία … Dictionary of Greek
ημεραργία — η 1. η καταναγκαστική αργία σε εργάσιμη ημέρα 2. αποζημίωση που καταβάλλεται σε κάποιον για ημιαργία ή για απομάκρυνση από την εργασία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)* + αργία] … Dictionary of Greek
καταδουλειά — καταδουλειά, ἡ (Μ) καταναγκαστική εργασία, αγγαρεία … Dictionary of Greek
οικετεία — οἰκετεία και οἰκετία, ἡ (Α) [οικέτης] 1. το σύνολο τών οικετών που υπηρετούσαν σε ένα σπίτι, σε μία οικογένεια, το σύνολο τών υπηρετών, τών δούλων («πλούσιοι γενόμενοι Ῥωμαῑοι... οἰκετείαις ἐχρῶντο πολλαῑς», Στράβ.) 2. καταναγκαστική εργασία,… … Dictionary of Greek
δικαιοδοτική λειτουργία — Μία από τις τρεις λειτουργίες στις οποίες εκδηλώνεται η κυριαρχία του νεότερου κράτους· συνίσταται στην αποκλειστική εξουσία εφαρμογής των νόμων σε περίπτωση παράβασης ή αμφισβήτησης, με τον τερματισμό των ερίδων μετά από αποφάσεις υποχρεωτικής… … Dictionary of Greek